- λύγδην
- λύγδην (Α)(ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῡτ' ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ- (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. -δην (προβλ. κρύβ-δην, φύρ-δην)].
Dictionary of Greek. 2013.